Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νόμους καὶ ψηφίσματα

  • 1 ψήφισμα

    ψήφ-ισμα, ατος, τό, [dialect] Dor. [full] ψάφιγμα [ψᾱ] Inscr.Cret.1. v 20 A17 (Arcades, ii B.C.); written [[full] ψ] άπιγμα Supp.Epigr.4.171.53 (Tymnus, v/iv B.C.):—
    A proposal passed by a majority of votes: esp. measure passed by a popular assembly, decree, act, A. Supp. 601 (pl.), Ar.Ach. 536, al.: c. gen. suasoris, the decree proposed by him,

    τὸ Καννωνοῦ ψ. Id.Ec. 1090

    , cf. And.1.27: but τὸ Μεγαρέων ψ. the decree concerning them, Th.1.140 (more freq. τὸ περὶ Μ. ψ. ib. 139, cf. X.HG2.1.32); also

    τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ar.Ach. 536

    ; ἐγένετο ψ. μὴ ἐξεῖναι .. X.HG2.2.15; ψ. γράφειν bring in a decree, Ar.Nu. 1429; ψ. ἐπιψηφίζειν put it to the vote, Aeschin.2.84; ψ. νικᾶν carry it, Id.3.68; ψ. καθαιρεῖν rescind it, Th.1.140; ἐξαλεῖψαι, ἀφελέσθαι, And.1.76, 2.24: prop. concerned with special circumstances (

    οὐδὲν ἐνδέχεται ψ. εἶναι καθόλου Arist.Pol. 1292a37

    ); opp. νόμος (general law, statute),

    νόμους καὶ ψηφίσματα Pl.Tht. 173d

    ;

    ὅταν τὰ ψ. κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ νόμος Arist.Pol. 1292a6

    ;

    περὶ ἐνίων ἀδύνατον θέσθαι νόμον, ὥστε ψηφίσματος δεῖ Id.EN 1137b29

    ;

    ψηφισμάτων οὐδ' ὁτιοῦν διαφέρουσιν οἱ νόμοι, ἀλλὰ νεώτεροι οἱ νόμοι, καθ' οὓς τὰ ψ. δεῖ γράφεσθαι, τῶν ψ. αὐτῶν D.20.92

    .
    II generally, decree, law,

    θεῶν ψ. παλαιόν Emp.115

    , cf. Ar.V. 378 (lyr.), Lexap.And.1.96, LXXEs.3.7, al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψήφισμα

  • 2 νόμος

    νόμος, , ([etym.] νέμω)
    A that which is in habitual practice, use or possession, not in Hom. (cf. J.Ap.2.15), though read by Zenod. in Od.1.3.
    I usage, custom,

    [Μοῦσαι] μέλπονται πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνά Hes.Th.66

    ;

    ν. ἀρχαῖος ἄριστος Id.Fr. 221

    ; ἔνθα ν. (sc. ἐστί) c. inf., where it is the custom.., Alc.Supp.25.5; ν. πάντων βασιλεύς custom is lord of all, Pi.Fr.169.1;

    ν. δεσπότης Hdt.7.104

    , Pl. Lg. 715d;

    ν. τύραννος τῶν ἀνθρώπων Id.Prt. 337d

    ;

    ἴησις ὀθονίοισι κατὰ τὸν ν. τὸν ἀρθριτικόν Hp.Art.18

    ;

    ὡς νόμος Id.Mochl.37

    : hence, law, ordinance,

    τόνδε.. ν. διέταξε Κρονίων.. θηρσὶ.. ἐσθέμεν ἀλλήλους Hes. Op. 276

    ;

    τρέφονται πάντες οἱ ἀνθρώπειοι ν. ὑπὸ τοῦ θείου Heraclit. 114

    ;

    ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον ν. [ἐστί] A.Eu. 448

    ;

    ν. κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρί S.Tr. 1177

    ; ν. κοινός, = ὀρθὸς λόγος, Zeno Stoic.1.43: pl.,

    ἔργων.. ὧν νόμοι πρόκεινται ὑψίποδες S.OT 865

    (lyr.);

    νεοχμοῖς ν. Ζεὺς κρατύνει A.Pr. 150

    (lyr.).
    b in VT, of the law of God,

    ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ LXXPs.1.2

    , al., cf. Is.2.3; νόμον ὃν ἐνετείλατο ὑμῖν Μωϋσῆς ib.De.33.4; so in NT,

    ὁ ν. Μωϋσέως Ev.Luc.2.22

    , etc.; but also

    ὁ ν. τοῦ Χριστοῦ Ep.Gal.6.2

    ; ὁ ν. τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς, opp. ὁ ν. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, Ep.Rom.8.2;

    ν. τέλειος ὁ τῆς ἐλευθερίας Ep.Jac.1.25

    .
    c with Preps., κατὰ νόμον according to custom or law, Hes.Th. 417, Hdt.1.61, etc.;

    κὰν νόμον Pi.O.8.78

    ; οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί the established deities, Pl.Lg. 904a;

    κατὰ νόμους A.Supp. 241

    ; παρὰ νόμον contrary to.., Id.Eu. 171 (lyr.);

    παρὰ τοὺς τῆς φύσεως ν. Pl.Ti. 83e

    ;

    ἐν Πανελλάνων νόμῳ Pi.I.2.38

    ; ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ by the law of Adrastus, i.e. at the Nemean games, Id.N.10.28: esp. in dat. νόμῳ by custom, conventionally, opp. φύσει, Hdt. 4.39, Philol.9, Arist.EN 1094b16, etc.; ν. γλυκύ, ν. πικρόν, Democr.9;

    εἰ μή τις λέγοι ν. ὁρᾶν καὶ τὰς λεγομένας ποιότητας μὴ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις εἶναι Plot.4.4.29

    ; ὅσον νόμου χάριν just for form's sake, Diph.43.14, Arist.Metaph. 1076a27.
    d statute, ordinance made by authority,

    [Σόλων] νόμους ἔθηκεν ἄλλους, τοῖς δὲ Δράκοντος θεσμοῖς ἐπαύσαντο χρώμενοι πλὴν τῶν φονικῶν Id.Ath.7.1

    (but

    τὸν Δράκοντος ν. τὸν περὶ τοῦ φόνου IG12.115.5

    ), etc.; νόμον τιθέναι, τίθεσθαι, v. τίθημι; βασιλικὸς ν. OGI483.1 (Pergam., ii A.D.), Ep.Jac.2.8: freq. of general laws, opp. ψηφίσματα (special decrees), Pl.Tht. 173d, etc.;

    ὅταν τὰ ψηφίσματα κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ ν. Arist.Pol. 1292a7

    : generally, law, ἄνευ ὀρέξεως νοῦς ὁ ν. ἐστίν ib. 1287a32; ἄγραφος ν. Lex ap. And.1.85, etc.; opp. γεγραμμένος, Arist.Rh. 1373b6; ν. ἴδιος, opp. κοινός, ib.4; ὁ ν. freq. as subject,

    οἱ ν. διδόασι τιμωρίας D.18.12

    ;

    ὧν ὁ ν. ἀγορεύει Inscr.Magn. 92b16

    (ii B.C.); μὴ ὁ ν. κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον; Ev.Jo.7.51.
    e c. gen. rei,

    οὗτός τοι πεδίων πέλεται ν. Hes.Op. 388

    ;

    Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις Pi.P.1.62

    ;

    τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα ν. Id.N.3.55

    ;

    ν. ἐμβολῆς καὶ διορθώσιος Hp.Mochl.38

    ; ὁ ν. τοῦ κριοῦ, τοῦ ἀνδρός, τῶν ἐρανιστῶν, LXXLe.6.31 (7.1), Ep.Rom.7.2, SIG 1198.14 (Arcesine, iii B.C.); ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι to come to blows, into action, Hdt.9.48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, περιπεσεῖν, die in action, Id.8.89, Plb.1.57.8;

    μεταλλάξαι τὸν βίον ἐν χ. ν. Id.3.63.5

    , cf. 3.116.9;

    Ἀσδρούβας.. ἐν χ. ν. κατέστρεψε τὸν βίον Id.11.2.1

    ;

    τοὺς μὲν ἐν χ. ν. διέφθειρε Id.1.82.2

    ; τοὺς ἐν χ. ν. τὰς πολιτείας καταλύοντας by 'direct action', Aeschin.1.5; but

    κτεῖναι ἐν ταῖς πολεμικαῖς ἐξόδοις ἐν χειρὸς νόμῳ

    under martial law,

    Arist.Pol. 1285a10

    ;

    τῷ τοῦ πολέμου νόμῳ κτησάμενος Aeschin.2.33

    .
    II melody, strain,

    οἶδα δ' ὀρνίχων νόμως πάντων Alcm.67

    ;

    ν. ἵππιος Pi.O. 1.101

    ;

    Ἀπόλλων ἁγεῖτο παντοίων ν. Id.N.5.25

    ;

    ν. πολεμικοί Th.5.69

    ;

    ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν ν. A.Th. 952

    (lyr.);

    κρεκτοὶ ν. S.Fr. 463

    , cf. AP9.584: metaph.,

    τοὺς Ἅιδου ν. S.Fr. 861

    .
    2 esp. a type of early melody created by Terpander for the lyre as an accompaniment to Epic texts,

    ν. ὄρθιος Hdt.1.24

    ;

    ν. Βοιώτιος S.Fr. 966

    ;

    ν. κιθαρῳδικοί Ar.Ra. 1282

    , cf. Pl.Lg. 700d, Arist.Po. 1447b26, Pr. 918b13, etc.; also for the flute,

    ν. αὐλῳδικός Plu.2.1132d

    ; without sung text, ν. αὐλητικός ib.1133d, cf. 138b, Poll.4.79; later, composition including both words and melody, e.g. Tim.Pers.
    III = νοῦμμος (q. v.), Epich.136, Sophr.162, Inscr.Délos407.21 (ii B.C.); ν. σηστέρτιοι, = Lat. nummi sestertii, Inscr.Prien.41.13 (ii B.C.).
    IV Archit., course of masonry, IG12(2).11.17 (Mytil.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμος

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χίου — Το ανακαινισμένο μουσείο της Χίου εγκαινιάστηκε το 1999 με μία υποδειγματικά στημένη έκθεση της πλούσιας συλλογής του που χρονικά καλύπτει όλες τις φάσεις κατοίκησης του νησιού από την 4η χιλιετία π.Χ. έως τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • NUMERI — I. NUMERI a Minerva inventi, ut olim creditum: Unde Romanis lex scripta, ut qui Maximus Praetor esset, clavum iuxta huius Deae simulacrum, in Capitolio, pangeret, quo numerus annorum inde cognosceretur, Liv. l. 7. c. 3. Numeriae vero Deae, quae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αβδήρων — Το Α.Μ.Α. θεωρείται το καλύτερο παράδειγμα ανάμεσα στα καινούργια τοπικά επαρχιακά μουσεία. Η πλούσια συλλογή του καλύπτει μία μεγάλη χρονική περίοδο, από την ίδρυση της πόλης από Ίωνες αποίκους στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. έως τον 13ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»